χωροφύλακας — ο πληθ. χωροφύλακες και χωροφυλάκοι, αυτός που φυλάει ορισμένη περιοχή, οπλίτης της χωροφυλακής: Τα περισσότερα παιδιά από το χωριό αυτό γίνανε χωροφύλακες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
τζανταρμάς — ο, Ν χωροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gendarme «χωροφύλακας»] … Dictionary of Greek
ζαπτιές — και ζαφτιές και ζαπτζής, ο (στην τουρκοκρατία) υπεύθυνος για την τάξη, αστυνόμος ή χωροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zaptiye «αστυνομία»] … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καβαλλαρότος — ο (Μ καβαλλαρότος) έφιππος χωροφύλακας στα Επτάνησα κατά την ενετοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ιταλικής προέλευσης (βλ. και καβαλάρης)] … Dictionary of Greek
καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα 2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος 3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας 4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek
μπασκίνας — ο ο χωροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπασκίνα*, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
χωροφύλαξ — ακος, ὁ, ΜΑ βλ. χωροφύλακας … Dictionary of Greek